- αιολοσκόπος
- αἰολοσκόπος, -ον (Α)αυτός που έχει αεικίνητα μάτια, πονηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + σκοπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek